παράτα — η (λ. ιταλ.) 1. παράταξη, παρέλαση, πομπή. 2. πείραγμα, αποδοκιμασία με θόρυβο: Είχαμε κι άλλες παράτες στη συνέλευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Despina Vandi (album) — Despina Vandi Δέσποινα Βανδή Compilation album by Despina Vandi Released 2005 Recorded 1994 2000 Genre Laïka … Wikipedia
κλάνω — (I) (Μ κλάνω) 1. αφήνω πορδή, πέρδομαι 2. συμπεριφέρομαι περιφρονητικά ή υβριστικά και προσβλητικά σε κάποιον νεοελλ. 1. φρ. α) «κλάσε μας...» (σε έκφραση αγανάκτησης) παράτα μας β) «τά κλασε» ή «τήν έκλασε» φοβήθηκε γ) «κώλος που κλάνει γιατρό… … Dictionary of Greek
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Μπομαρσέ, Πιερ Ογκιστέν Καρόν ντε- — (Pierre Augustain Caron de Beaumarchais, Παρίσι 1732 – 1799). Γάλλος κωμωδιογράφος. Στα νιάτα του ήταν ρολογάς όπως ο πατέρας του, αλλά με το ζωηρό και ευμετάβλητο πνεύμα του ανέπτυξε πολύμορφη δραστηριότητα: υπήρξε καθηγητής της άρπας των γιων… … Dictionary of Greek
Σατί, Ερίκ — (Satie). Γάλλος συνθέτης (Ονφλέρ, Νορμανδία 1866 Παρίσι 1925). Αφού σπούδασε στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού γράφτηκε σε ηλικία σαράντα ετών, στη Schola can torum, όπου σπούδασε με τους Ρουσέλ και Ντ’ Εντύ. Συγγενεύοντας με τις νέες γαλλικές… … Dictionary of Greek
(α)παρατώ — άτησα, ατημένος αφήνω, ελευθερώνω: Παράτησε το κοπάδι και πήγε στη θάλασσα. – Παράτα με ήσυχο! παρατώ παράτησα, παρατήθηκα, παρατημένος 1. αφήνω, εγκαταλείπω: Παράτησε το σπίτι της κι έφυγε. 2. μέσ., φεύγω, απομακρύνομαι, αποχωρώ από τη δουλειά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναλέτης — ο (λ. τουρκ.), θηλ. ισσα ουδ. ικο ο δύστροπος, ο κακότροπος, ο ανάποδος, αλλ. τζαναμπέτης, στραβόξυλο: Παράτα τον, είναι ναλέτης αυτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)